uninvolved

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός uninvolved
συγκριτικός more uninvolved
υπερθετικός most uninvolved

Ετυμολογία [επεξεργασία]

uninvolved < un- + involved

Επίθετο[επεξεργασία]

uninvolved (en)

  • αμέτοχος
    He remained uninvolved with the politics/in the discussion.
    Παρέμεινε αμέτοχος στα πολιτικά/στη συζήτηση.

Πηγές[επεξεργασία]