involved
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | involved |
συγκριτικός | more involved |
υπερθετικός | most involved |
involved (en)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
involved (en)