Μετάβαση στο περιεχόμενο

involved

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός involved
συγκριτικός more involved
υπερθετικός most involved

involved (en)

  1. (όχι πριν από το ουσιαστικό) ανακατεύω, αναμειγνύω, παίρνω μέρος σε κάτι
      Don’t you get me involved in your personal affairs.
    Μη με ανακατεύεις στα προσωπικά σου.
      What are you getting involved for, did anyone ask you?
    Εσύ τι ανακατεύεσαι, σε ρώτησε κανένας;
      He became actively involved in politics.
    Ανακατεύτηκε/Αναμείχτηκε δραστήρια στην πολτική.
      Don’t get involved in our family matters./Don’t involve yourself in our family’s matters.
    Μην αναμειγνύεσαι στα οικογενειακά μας.
  2. περίπλοκος
      a novel with an involved plot - μυθιστόρημα με περίπλοκο μύθο
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη complex

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

involved (en)