unmatched

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

unmatched < un- + matched

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʌnˈmætʃt/

Επίθετο[επεξεργασία]

unmatched (en)

  1. (για πράγματα) αταίριαστος, παράταιρος, ασυνδύαστος
     συνώνυμα: odd, ill-matched
    he had a drawer full of unmatched socks - είχε ένα συρτάρι γεμάτο με αταίριαστες κάλτσες
  2. ασυναγώνιστος, απαράμιλλος, ασύγκριτος
     συνώνυμα: unequalled, unrivalled, superior,
    she's unmatched in elegance - είναι ασυναγώνιστη στην κομψότητα