unmatched
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
unmatched (en)
- (για πράγματα) αταίριαστος, παράταιρος, ασυνδύαστος
- ≈ συνώνυμα: odd, ill-matched
- he had a drawer full of unmatched socks - είχε ένα συρτάρι γεμάτο με αταίριαστες κάλτσες
- ασυναγώνιστος, απαράμιλλος, ασύγκριτος
- ≈ συνώνυμα: unequalled, unrivalled, superior,
- she's unmatched in elegance - είναι ασυναγώνιστη στην κομψότητα