παράταιρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παράταιρος < μεσαιωνική ελληνική παραταίρι + -ος < παρά + ταίρι
Επίθετο
[επεξεργασία]παράταιρος, -η, -ο
- που δεν ταιριάζει με κάτι άλλο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ταίρι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παράταιρος