Μετάβαση στο περιεχόμενο

use up

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας use up
γ΄ ενικό ενεστώτα uses up
αόριστος used up
παθητική μετοχή used up
ενεργητική μετοχή using up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
use up <  δείτε τις λέξεις use και up

use up (en)

  • ξοδεύω, χρησιμοποιώ όλο κάτι για να μην μείνει τίποτα
    παράδειγμα  They used up all their ammunition.
    Ξόδεψαν όλα τους τα πυρομαχικά.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη spend