vagary

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός αριθμός: vagary (en) (πληθυντικός vagaries - ο πληθυντικός χρησιμοποιείται και αντί ενικού)

  1. αψυχολόγητη αλλαγή-μεταβολή, απότομη (ξαφνική) ή αναίτια μεταβολή συμπεριφοράς, καιρού, συνθηκών κτλ.
    vagaries of the weather: καπρίτσια του καιρού
  2. καπρίτσιο
  3. αστάθεια χαρακτήρα

Συνώνυμα[επεξεργασία]