vampire
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vampire (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- vampire < (άμεσο δάνειο) γερμανική Vampir < σερβική
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
vampire | vampires |
vampire (fr) αρσενικό
- ο βρικόλακας, το βαμπίρ
- ο δολοφόνος, ο υπεύθυνος πολλών κακουργημάτων
- η νυχτερίδα της Νότιας Αμερικής