victoria
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
victoria (es) θηλυκό
- η νίκη
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- victoria < victor < vinco < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *weyk- (νικώ, καταβάλλω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
victoria (la) θηλυκό
- η νίκη