voyaging
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
voyaging | voyagings |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]voyaging (en)
- η πράξη του μακροχρόνιου ταξιδιού
Συγγενικά
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]voyaging (en)