voyage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: voyagé

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
voyage voyages

Ετυμολογία [επεξεργασία]

voyage < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική viage < αγγλονορμανδική viage και παλαιά γαλλική voiage < λατινική viaticum

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈvɔɪ.ɪdʒ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

voyage (en)

  1. το μακροχρόνιο ταξίδι, ειδικά με πλοίο
     συνώνυμα: adventure, excursion, expedition, exploration, journey, tour, vacation
  2. (μεταφορικά) το διάστημα χρόνου, η περίοδος
    χρειάζεται παράδειγμα

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας voyage
γ΄ ενικό ενεστώτα voyages
αόριστος voyaged
παθητική μετοχή voyaged
ενεργητική μετοχή voyaging

voyage (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • voyage - Cambridge Dictionary online



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

voyage (fr)

Συγγενικά[επεξεργασία]