Μετάβαση στο περιεχόμενο

whip up

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας whip up
γ΄ ενικό ενεστώτα whips up
αόριστος whipped up
παθητική μετοχή whipped up
ενεργητική μετοχή whipping up

whip up (en)  δείτε τις λέξεις whip και up

  1. (κυριολεκτικά) χτυπάω ένα υγρό για να προσθέσω αέρα
      I whip up cream - χτυπάω (για να φτιάξω) κρέμα
  2. (μεταφορικά) φτιάχνω κάτι στα γρήγορα