whip up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | whip up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | whips up |
αόριστος | whipped up |
παθητική μετοχή | whipped up |
ενεργητική μετοχή | whipping up |
Ρήμα[επεξεργασία]
whip up (en) → δείτε τις λέξεις whip και up
- (κυριολεκτικά) χτυπάω ένα υγρό για να προσθέσω αέρα
- ↪ I whip up cream - χτυπάω (για να φτιάξω) κρέμα
- (μεταφορικά) φτιάχνω κάτι στα γρήγορα