whip
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
whip
- το μαστίγιο
- (πολιτική, αγγλοσαξονικός κόσμος, Κοινοπολιτεία) ο υπεύθυνος κόμματος για την τήρηση της κομματικής πειθαρχίας κατά την ψήφιση νόμων
- (Βρετανία) το ενημερωτικό γράμμα που στέλνει ο υπεύθυνος πειθαρχίας στους βουλευτές
- take the whip
- surrender the whip : παραιτήθηκα από το κόμμα
- my whip has been removed : διαγράφτηκα από το κόμμα