willfully
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | willfully |
συγκριτικός | more willfully |
υπερθετικός | most willfully |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
- αμερικανική γραφή του wilfully
- ↪ They’re willfully ignoring the reality.
- Αγνοούν ηθελημένα την πραγματικότητα.
- ↪ They’re willfully ignoring the reality.