wilfully
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | wilfully |
συγκριτικός | more wilfully |
υπερθετικός | most wilfully |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]wilfully (en) (ειδικά βρετανική γραφή, κακόσημο)
- ηθελημένα
- ⮡ They’re wilfully ignoring the reality.
- Αγνοούν ηθελημένα την πραγματικότητα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intentionally
- ⮡ They’re wilfully ignoring the reality.