worldview
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
worldview | worldviews |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- worldview < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Weltanschauung. Μορφολογικά αναλύεται σε world + view
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
worldview (en)