zbliżenie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική zbliżenie zbliżenia
γενική zbliżenia zbliżeń
δοτική zbliżeniu zbliżeniom
αιτιατική zbliżenie zbliżenia
οργανική zbliżeniem zbliżeniami
τοπική zbliżeniu zbliżeniach
κλητική zbliżenie zbliżenia

Ετυμολογία [επεξεργασία]

zbliżenie < zbliżać / zbliżyć

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

zbliżenie (pl) ουδέτερο

  1. η προσέγγιση
  2. (φωτογραφία) το κοντινό