free: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Interwicket (συζήτηση | συνεισφορές)
μ iwiki +ml:free
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{=en=}}
=={{-en-}}==
==={{ετυμολογία}}===
{{-ετυμ-}}
: '''{{PAGENAME}}''' < παλαιό αγγλικό '''[[freo]]''' < πρωτογερμανικό (Π.Γμκ.) '''*frijaz''' < ΠΙΕ '''*prijos-''' ''αγαπητός'', ''αγαπημένος''.
: '''{{PAGENAME}}''' < παλαιό αγγλικό '''[[freo]]''' < πρωτογερμανικό (Π.Γμκ.) '''*frijaz''' < ΠΙΕ '''*prijos-''' ''αγαπητός'', ''αγαπημένος''.


==={{προφορά}}===
{{-προφ-}}
{{ΔΦΑ|fri:}}
{{ΔΦΑ|fri:}}


{{-επιθ-|en}}
==={{επίθετο|en}}===
{{τ|en|{{PAGENAME}}}}, ''συγκριτικός'' '''freer''', ''υπερθετικός'' '''freest'''
{{τ|en|{{PAGENAME}}}}, ''συγκριτικός'' '''freer''', ''υπερθετικός'' '''freest'''
# [[ελεύθερος]]
# [[ελεύθερος]]
Γραμμή 22: Γραμμή 22:
#:''[http://www.gnu.org/philosophy/free-sw.html free software/ελεύθερο λογισμικό]''
#:''[http://www.gnu.org/philosophy/free-sw.html free software/ελεύθερο λογισμικό]''


{{-ρημ-|en}}
==={{ρήμα|en}}===
{{τ|en|{{PAGENAME}}}} ''ενεργητική μετοχή'' '''[[freeing]]''', ''αόριστος και παθητική μετοχή'' '''[[freed]]'''
{{τ|en|{{PAGENAME}}}} ''ενεργητική μετοχή'' '''[[freeing]]''', ''αόριστος και παθητική μετοχή'' '''[[freed]]'''
# (''μεταβατικό'') [[ελευθερώνω]]· [[απελευθερώνω]]· απελευθερώνω από αυτό που περιορίζει, στενοχωρεί, ή καταπιέζει
# (''μεταβατικό'') [[ελευθερώνω]]· [[απελευθερώνω]]· απελευθερώνω από αυτό που περιορίζει, στενοχωρεί, ή καταπιέζει


===={{σύνθετα}}====
{{-συνθ-}}
* [[freedom]]
* [[freedom]]
* [[free fall]]
* [[free fall]]

Αναθεώρηση της 07:02, 14 Φεβρουαρίου 2010

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

free < παλαιό αγγλικό freo < πρωτογερμανικό (Π.Γμκ.) *frijaz < ΠΙΕ *prijos- αγαπητός, αγαπημένος.

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Επίθετο

free (en), συγκριτικός freer, υπερθετικός freest

  1. ελεύθερος
  2. μη φυλακισμένος ή υποδουλωμένος
  3. αποκτήσιμος χωρίς πληρωμή, δωρεάν
    all drinks are free
    free of charge
  4. αβίαστος (ελεύθερος).
    He was given free rein to do whatever he wanted
  5. ανεμπόδιστος, χωρίς εμπόδια
    the drain was free
  6. χωρίς υποχρεώσεις.
    free time
  7. (για λογισμικό) με πολύ λίγους περιορισμούς στη διανομή ή τη βελτίωση, σε αντίθεση με το ιδιόκτητο λογισμικό. Βλέπε ελεύθερο λογισμικό.
    free software/ελεύθερο λογισμικό

Ρήμα

free (en) ενεργητική μετοχή freeing, αόριστος και παθητική μετοχή freed

  1. (μεταβατικό) ελευθερώνω· απελευθερώνω· απελευθερώνω από αυτό που περιορίζει, στενοχωρεί, ή καταπιέζει

Σύνθετα