φωτίζομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μ →‎{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του φωτίζω → {{παθ|φωτίζω}} με τη χρήση AWB
Γραμμή 2: Γραμμή 2:
{{προσχέδιο}}
{{προσχέδιο}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < παθητική φωνή του [[φωτίζω]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{παθ|φωτίζω}}


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===

Αναθεώρηση της 11:58, 22 Απριλίου 2014

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φωτίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος φωτίζω

Ρήμα

φωτίζομαι, πρτ.: φωτιζόμουν, στ.μέλλ.: θα φωτιστώ, αόρ.: φωτίστηκα, μτχ.π.π.: φωτισμένος

  1. δέχομαι φως, με φωτίζουν
    το δωμάτιo φωτιζόταν από μερικά κεριά
  2. (θεολογία) δέχομαι φώτιση

Συγγενικά


Μεταφράσεις