βαστώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 20: | Γραμμή 20: | ||
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{fr}} : {{τ|fr|tenir}} |
* {{fr}} : {{τ|fr|tenir}}, {{τ|fr|résister}}, {{τ|fr|endurer}} |
||
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 11:21, 10 Σεπτεμβρίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βαστώ < αρχαία ελληνική βαστάζω
Ρήμα
βαστώ, πρτ.: βαστούσα και βάσταγα, στ.μέλλ.: θα βαστήξω και βαστάξω, αόρ.: βάστηξα και βάσταξα, παθ.φωνή: βαστιέμαι
- κρατώ, στηρίζω
- τον βάσταγε από το χέρι
- συγκρατώ
- τον βαστάγανε τρεις να μην ορμήξει στον αντίπαλό του
- αντέχω
- δε βάσταξε άλλο και ξέσπασε σε κλάματα