μινιατούρα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→Μεταφράσεις: diorama Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
|||
Γραμμή 15: | Γραμμή 15: | ||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|diorama}} |
|||
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 21:21, 13 Ιουνίου 2016
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μινιατούρα | οι | μινιατούρες |
γενική | της | μινιατούρας | — | |
αιτιατική | τη | μινιατούρα | τις | μινιατούρες |
κλητική | μινιατούρα | μινιατούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- μινιατούρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μινιατούρα θηλυκό
- μικρογραφία, μικρή απομίμηση συνήθως έργου τέχνης
- στο σπίτι του κρατάει μια μινιατούρα του γλυπτού του Rodin
- κάτι πολύ μικρών διαστάσεων ή κάτι που είναι σχετικά μικρότερο από κάτι άλλο
- στην Πάρο συνάντησα μια μινιατούρα του παραδείσου