υφαρπάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Alepoudaki (συζήτηση | συνεισφορές)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Οπτική επεξεργασία Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 8: Γραμμή 8:
# [[οικειοποιούμαι]] κάτι που δεν είναι δικό μου με [[επιτήδειος|επιτήδειο]] τρόπο
# [[οικειοποιούμαι]] κάτι που δεν είναι δικό μου με [[επιτήδειος|επιτήδειο]] τρόπο
#: ''μου '''υφάρπαξε''' τα έγγραφα''
#: ''μου '''υφάρπαξε''' τα έγγραφα''
# καταφέρνω να [[αποσπώ|αποσπάσω]] κάτι από κάποιον με επιτήδειο τρόπο
# καταφέρνω να [[αποσπώ|αποσπάσω]] κάτι από κάποιον με [[επιτήδειος|επιτήδειο]] τρόπο
#: ''δεν μπορείς να '''υφαρπάξεις''' τη συγκατάθεσή μου''
#:''δεν μπορείς να '''υφαρπάξεις''' τη συγκατάθεσή μου''


===={{συνώνυμα}}====
===={{συνώνυμα}}====

Αναθεώρηση της 06:43, 24 Δεκεμβρίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υφαρπάζω < αρχαία ελληνική ὑφαρπάζω > ὑφ- (ὑπό) + ἁρπάζω. Συγχρονικά υφ- (υπο-) + αρπάζω.

Ρήμα

υφαρπάζω, αόρ.: υφάρπαξα/υφήρπασα, παθ.φωνή: υφαρπάζομαι, π.αόρ.: υφαρπάχθηκα, μτχ.π.π.: υφαρπαγμένος

  1. οικειοποιούμαι κάτι που δεν είναι δικό μου με επιτήδειο τρόπο
    μου υφάρπαξε τα έγγραφα
  2. καταφέρνω να αποσπάσω κάτι από κάποιον με επιτήδειο τρόπο
    δεν μπορείς να υφαρπάξεις τη συγκατάθεσή μου

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Και λόγιος αόριστος: υφήρπασα

Μεταφράσεις