καλλι-: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις
Γραμμή 17: Γραμμή 17:
* [[ασχημο-]]
* [[ασχημο-]]
* [[κακο-]]
* [[κακο-]]
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}

Αναθεώρηση της 09:30, 29 Μαΐου 2021

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καλλι- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καλλι- < καλός (όμορφος).[1] Δείτε και το μεσαιωνικό καλλι-

Πρόθημα

καλλι- ή καλλί-

Σύνθετα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

καλλι- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καλλι- < καλός (όμορφος)

Πρόθημα

καλλι- ή καλλί-

Σύνθετα

Αντώνυμα



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

καλλι- < παράλληλος τύπος του καλός (όμορφος)

Πρόθημα

καλλι- ή καλλί-

Σύνθετα

Αντώνυμα