προλαμβάνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
|||
Γραμμή 14: | Γραμμή 14: | ||
*[[προληπτικός]] |
*[[προληπτικός]] |
||
*{{βλ|προ|λαμβάνω}} |
*{{βλ|προ|λαμβάνω}} |
||
{{clear}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
Αναθεώρηση της 23:24, 30 Μαΐου 2021
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προλαμβάνω < αρχαία ελληνική προλαμβάνω
Ρήμα
προλαμβάνω (παθητική φωνή: προλαμβάνομαι)
- ενεργώ έγκαιρα (ώστε ενδεχομένως να προλάβω, να αποτρέψω ή να ματαιώσω κάτι)
Συγγενικά
- πρόληψη
- προληπτικά
- προληπτικός
- → δείτε τις λέξεις προ και λαμβάνω