πνῖγος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
+συγγ +ref Sch.Ar.Arch +για έλεγχο ο θεατρικός όρος
Γραμμή 15: Γραμμή 15:
#:: Στοιβαγμένοι πολλοί μαζί σε μια στενή χαράδρα, μη έχοντας στέγη, υπόφεραν από τον ήλιο και την '''πνιγηρή ζέστη'''
#:: Στοιβαγμένοι πολλοί μαζί σε μια στενή χαράδρα, μη έχοντας στέγη, υπόφεραν από τον ήλιο και την '''πνιγηρή ζέστη'''
#:: <small>{{β|Θουκυδίδης}}, ''Ἱστορίαι'', 7.87 [https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=73&page=251 greek-language.gr], μετάφραση:{{β|Άγγελος Βλάχος}}. ΣτΕ: Περιγραφή της κατάστασης των αιχμαλώτων στις Συρακούσες.</small>
#:: <small>{{β|Θουκυδίδης}}, ''Ἱστορίαι'', 7.87 [https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=73&page=251 greek-language.gr], μετάφραση:{{β|Άγγελος Βλάχος}}. ΣτΕ: Περιγραφή της κατάστασης των αιχμαλώτων στις Συρακούσες.</small>
* {{ελνστκ|σημ}} {{ετ|φιλολογία|grc|000=-}} ''όρος αναφερόμενος στο αρχαίο {{ετ|θέατρο|grc|0=-}}:'' <ref>στο
#{{ελνστκ|σημ}} {{ετ|φιλολογία|grc|000=-}} ''όρος αναφερόμενος στο αρχαίο {{ετ|θέατρο|grc|0=-}}:'' <ref>στο
Wilson, Nigel Guy (1975)''Scholia in Aristophanis Acharnenses'', Groningen: Forsten, 1975. (Sch.Ar.Ach.659.)</ref> {{βλ|πνίγος}} (''τμήμα της [[παράβαση|παράβασης]] στην αρχαία [[κωμωδία]]'')
Wilson, Nigel Guy (1975) ''Scholia in Aristophanis Acharnenses'', Groningen: Forsten, 1975. (Sch.Ar.Ach.659)</ref> {{βλ|πνίγος}} (''τμήμα της [[παράβαση|παράβασης]] στην αρχαία [[κωμωδία]]'')


===={{συνώνυμα}}====
===={{συνώνυμα}}====

Αναθεώρηση της 10:47, 13 Ιουνίου 2021

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Αν ο όρος για την αρχαία κωμωδία ήταν ελληνιστικός ή παλιότερος. Sarri.greek 08:22, 13 Ιούνιος 2021 (UTC).



Δείτε επίσης: πνίγος

Αρχαία ελληνικά (grc)

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

πνῖγος < πνίγω

Ουσιαστικό

πνῖγος, γενική: πνίγεος/πνίγους ουδέτερο

  1. που πνίγει λόγω της ζέστης
  2. (συνεκδοχικά) αποπνικτική ζέστη
    ※  ἐν γὰρ κοίλῳ χωρίῳ ὄντας καὶ ὀλίγῳ πολλοὺς οἵ τε ἥλιοι τὸ πρῶτον καὶ τὸ πνῖγος ἔτι ἐλύπει διὰ τὸ ἀστέγαστον
    Στοιβαγμένοι πολλοί μαζί σε μια στενή χαράδρα, μη έχοντας στέγη, υπόφεραν από τον ήλιο και την πνιγηρή ζέστη
    Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7.87 greek-language.gr, μετάφραση:Άγγελος Βλάχος. ΣτΕ: Περιγραφή της κατάστασης των αιχμαλώτων στις Συρακούσες.
  3. (ελληνιστική σημασία) όρος αναφερόμενος στο αρχαίο θέατρο: [1] → δείτε τη λέξη πνίγος (τμήμα της παράβασης στην αρχαία κωμωδία)

Συνώνυμα

Συγγενικά

→ και δείτε τη λέξη πνίγω

Αναφορές

  1. στο Wilson, Nigel Guy (1975) Scholia in Aristophanis Acharnenses, Groningen: Forsten, 1975. (Sch.Ar.Ach.659)

Πηγές