cunning
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | cunning |
συγκριτικός | more cunning |
υπερθετικός | most cunning |
Επίθετο[επεξεργασία]
cunning (en)
- πονηρός, πανούργος, πολυμήχανος
- ↪ The cunning cat took the dog’s pillow.
- Η πονηρή γάτα πήρε το μαξιλάρι του σκύλου.
- ↪ The cunning cat took the dog’s pillow.
- επιτήδειος
- (σπάνιο) ελκυστικός