medium
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
medium (en) (χωρίς παραθετικά)
- μέτριος, μεσαίος, για διάκριση από απόψεως ποσότητας ή διαστάσεων που βρίσκεται στη μέση
- ↪ medium waves - μεσαία κύματα
- ↪ medium income group - μεσαία εισοδηματική ομάδα
- ↪ A medium coffee please!
- Ένα μέτριο καφέ παρακαλώ!
- ≈ συνώνυμα: medium-sized
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
medium | mediums / media |
medium (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- medium στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 540, 541, 548. ISBN 9780194325684., λήμμα: μεσαίος, μέσο, μέτριος