silhouette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
silhouette silhouettes

Ετυμολογία [επεξεργασία]

silhouette < Étienne de Silhouette (1709-1767) < βασκική Ziloeta / Zilhoeta / Zulueta < zulo (τρύπα, σπηλιά)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.lwet/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

silhouette (fr) θηλυκό

Απόγονοι[επεξεργασία]

silhouette (γαλλικά)

νέα ελληνικά: σιλουέτα

Πηγές[επεξεργασία]