silhouette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
silhouette | silhouettes |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- silhouette < Étienne de Silhouette (1709-1767) < βασκική Ziloeta / Zilhoeta / Zulueta < zulo (τρύπα, σπηλιά)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
silhouette (fr) θηλυκό
Απόγονοι[επεξεργασία]
silhouette (γαλλικά)
Πηγές[επεξεργασία]
- silhouette - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- silhouette - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online