άκρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άκρια | οι | άκριες |
γενική | της | άκριας | των | ακριών |
αιτιατική | την | άκρια | τις | άκριες |
κλητική | άκρια | άκριες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άκρια < ἄκρη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άκρια θηλυκό
- η άκρη
- στον πλυθηντικό, οι άκριες, σημαίνουν τις σημαντικές γνωριμίες, τις γνωριμίες με πρόσωπα επιρροής, σε κέντρα αποφάσεων, τα μέσα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άκρια
→ δείτε τη λέξη άκρη |