ακροβολιστί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακροβολιστί < ακροβολιστ(ής) + -ί κατά το ακροποδιτί[1] < αρχαία ελληνική ἀκροβολιστής < ἄκρος + βάλλω
Επίρρημα[επεξεργασία]
ακροβολιστί
- (λόγιο, στρατιωτικός όρος) σε αραιή ή σκόρπια διάταξη, όχι συντεταγμένα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τις λέξεις ακροβολίζομαι, άκρος και βάλλω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακροβολιστί
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ακροβολιστί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας