αλευροσταύρωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλευροσταύρωμα τα αλευροσταυρώματα
      γενική του αλευροσταυρώματος των αλευροσταυρωμάτων
    αιτιατική το αλευροσταύρωμα τα αλευροσταυρώματα
     κλητική αλευροσταύρωμα αλευροσταυρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλευροσταύρωμα < αλεύρι + σταύρωμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλευροσταύρωμα ουδέτερο, πληθυντικός αλευροσταυρώματα

  1. σταύρωμα αλευριού
  2. σταύρωμα της αλευρωμένης λεκάνης πριν ξεκινήσει το ζύμωμα

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  1. χριστιανικό έθιμο ιδιαίτερα διαδεδομένο στην ελληνική ύπαιθρο όπου οι νοικοκυρές με το δείκτη του δεξιού χεριού κάνουν το σημείο του σταυρού πάνω στο αλεύρι με το οποίο είναι αλευρωμένη, πασπαλισμένη η λεκάνη ή σκάφη πριν ξεκινήσουν να ζυμώσουν.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]