αλληλοφαγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλληλοφαγία < αλληλο- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλληλοφαγία θηλυκό, χωρίς πληθυντικό
- έντονη διαμάχη μεταξύ δύο ατόμων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλληλοφαγία
|