αμιαντωρυχείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμιαντωρυχείο ουδέτερο
- ορυχείο απ' όπου εξορύσσεται αμίαντος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμιαντωρυχείο
|