αναπάντεχα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- αναπάντεχα < αναπάντεχ(ος) + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
αναπάντεχα
- χωρίς να το περιμένει κανείς, απρόσμενα, απροσδόκητα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- αναπάντεχα : κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αναπάντεχα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (αναπάντεχο) του αναπάντεχος