αντάμωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντάμωση οι ανταμώσεις
      γενική της αντάμωσης* των ανταμώσεων
    αιτιατική την αντάμωση τις ανταμώσεις
     κλητική αντάμωση ανταμώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανταμώσεως
Και λαϊκότροπος πληθυντικός, αντάμωσες
όπως στο καλές αντάμωσες'.
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντάμωση < ανταμώνω + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντάμωση θηλυκό

  • η συνάντηση δύο ή περισσότερων ανθρώπων, κυρίως μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα
    Καλό ταξίδι και καλή αντάμωση!

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]