ανώνυμη εταιρεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ανώνυμη εταιρεία θηλυκό
- (οικονομία, νομικός όρος) εμπορική εταιρεία της οποίας το εταιρικό κεφάλαιο είναι διαιρεμένο σε ίσης αξίας μετοχές, ανώνυμες ή ονομαστικές, ελεύθερα μεταβιβάσιμες
- συντομογραφία: ΑΕ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανώνυμη εταιρεία
|