αξημέρωτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αξημέρωτα < αξημέρωτος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
αξημέρωτα
- χωρίς να έχει (ακόμα) ξημερώσει
- ※ Ήταν ακόμη αξημέρωτα και με ξυπνήσανε τα επίμονα γαβγίσματα των σκυλιών. (Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ (1988) Από την άλλη όχθη του χρόνου [μυθιστόρημα])
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αξημέρωτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αξημέρωτος