αποικοδομητής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποικοδομητής οι αποικοδομητές
      γενική του αποικοδομητή των αποικοδομητών
    αιτιατική τον αποικοδομητή τους αποικοδομητές
     κλητική αποικοδομητή αποικοδομητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποικοδομητής < αποικοδομώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποικοδομητής αρσενικό

  1. (χημεία) αυτός που επιχειρεί αποικοδόμηση
  2. (βιολογία) ο οποιοσδήποτε σαρκοτροφικός οργανισμός (π.χ. μύκητας ή βακτήριο) που διασπά οργανικές ενώσεις σε ανόργανα υλικά.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]