αρχεγονία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρχεγονία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρχεγονία θηλυκό
- (βιολ.) Θεωρία κατά την οποία ζωντανοί οργανισμοί γεννώνται αυτόματα από ανόργανη ύλη, αβιογένεση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρχεγονία
|