αρωμανικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αρωμανικά | ||
γενική | των | αρωμανικών | ||
αιτιατική | τα | αρωμανικά | ||
κλητική | αρωμανικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρωμανικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αρωμανικός στον πληθυντικό → δείτε τη λέξη αρωμουνικά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρωμανικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) η αρωμανική γλώσσα: άλλη μορφή του αρωμουνικά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρωμανικά
|