αρωματοπώλισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρωματοπώλισσα < αρωματοπώλης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρωματοπώλισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) → δείτε τη λέξη αρωματοπώλης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρωματοπώλισσα
|