αχαμνά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αχαμνά < αχαμνός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αχαμνά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αχαμνά

Επίρρημα[επεξεργασία]

αχαμνά

  1. χωρίς ένταση
  2. ασθενικά
  3. χαλαρά
     αντώνυμα: γερά, σφιχτά
  4. άσχημα
  5. στραβά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]