αχιβάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αχιβάδα | οι | αχιβάδες |
γενική | της | αχιβάδας | των | αχιβάδων |
αιτιατική | την | αχιβάδα | τις | αχιβάδες |
κλητική | αχιβάδα | αχιβάδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.çiˈva.ða/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αχιβάδα θηλυκό