αψάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αψάδα οι αψάδες
      γενική της αψάδας
    αιτιατική την αψάδα τις αψάδες
     κλητική αψάδα αψάδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αψάδα < αψύς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αψάδα θηλυκό (δόκιμο στον ενικό)

  1. η ερεθιστική για τη μύτη και τη γλώσσα, χαρκτηριστική γεύση και οσμή ενός ξινού και με έντονη γεύση τροφίμου ή υγρού (λεμονιού, ξυδιού, κρεμμυδιού, τζιντζερ κ.λπ.)
  2. η ευερεθιστότητα, το ιδίωμα του ευέξαπτου και συνήθως επιθετικού ατόμου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]