βαράκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βαράκι | τα | βαράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βαράκι | τα | βαράκια |
κλητική | βαράκι | βαράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- βαράκι < υποκοριστικό του βάρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαράκι ουδέτερο
- αντικείμενο με λαβή και βαρη στις δύο του άκρες, για τη γύμναση των χεριών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαράκι
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαράκι ουδέτερο
- φύλλο χρυσού
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)