βιράρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιράρισμα ουδέτερο (συνήθως στον ενικό)
- (ναυτικός όρος) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του βιράρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιράρισμα
|