βιράρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βιράρισμα τα βιραρίσματα
      γενική του βιραρίσματος των βιραρισμάτων
    αιτιατική το βιράρισμα τα βιραρίσματα
     κλητική βιράρισμα βιραρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιράρισμα < βιράρω, βιραρισ- + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιράρισμα ουδέτερο (συνήθως στον ενικό)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]