βυζού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βυζού | οι | βυζούδες |
γενική | της | βυζούς | των | βυζούδων |
αιτιατική | τη | βυζού | τις | βυζούδες |
κλητική | βυζού | βυζούδες | ||
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βυζού < βυζί
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βυζού θηλυκό
- γυναίκα με μεγάλα βυζιά
- ※ Δίπλα του στεκόταν η γυναίκα του – πού δεν ήταν στ' αλήθεια γυναίκα του – μια όμορφη βυζού, με πράσινο μεταξωτό μαντίλι δεμένο στο κεφάλι της αλά χωριάτα ((Στρατής Τσίρκας, Τα διηγήματα, εκδ. Κέδρος, 1978, σελ. 223)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βυζού
|