γητεύτρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γητεύτρα οι γητεύτρες
      γενική της γητεύτρας
    αιτιατική τη γητεύτρα τις γητεύτρες
     κλητική γητεύτρα γητεύτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γητεύτρα < γητευτής + κατάληξη θηλυκού -τρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γητεύτρα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη γητευτής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]