γλεντοκόπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλεντοκόπος < γλεντοκοπ(ώ) + -ος. Αναλύεται σε γλεντο- + -κόπος.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλεντοκόπος αρσενικό
- ο γλεντζές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γλεντοκόπος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα γλεντο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κόπος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)