γλυφότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλυφότητα < μεσαιωνική ελληνική γλυφότητα < γλυφ(ός) + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλυφότητα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γλυφότητα
|