γνωμικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]το γνωμικό (el) ουδέτερο
- το απόφθεγμα, γνώμη παρουσιασμένη αξιωματικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]το γνωμικό (el) ουδέτερο
- αιτιατική ενικού του γνωμικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του γνωμικός